κρατησιπους

κρατησιπους
    κρατησίπους
    κρᾰτησί-πους
    2, gen. ποδος (ῐ) побеждающий в беге (досл. ногами)
    

(ἵππος Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κρατησιπους" в других словарях:

  • κρατησίπους — κρατησίπους, ουν (Α) αυτός που νικά σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καλλί πους, καμψί πους] …   Dictionary of Greek

  • κρατησίπους — victorious in the footrace masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατησίποδα — κρατησίπους victorious in the footrace neut nom/voc/acc pl κρατησίπους victorious in the footrace masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»